- ὀνυχιαῖος
- ὀνῠχ-ιαῖος, α, ον,A of a nail's breadth, Eust.ad D.P.Prooem.p.73.31 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονυχιαίος — α, ο (Μ ὀνυχιαῑος, α, ον) 1. αυτός που έχει τις διαστάσεις ενός νυχιού, ελάχιστος 2. (κατ επέκτ.) (για πρόσ.) ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, υχος (Ι) + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. μηρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
ὀνυχιαίῳ — ὀνυχιαῖος of a nail s breadth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek